τετράστιχα

τετράστιχα
τετράστιχος
in four rows
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σονέτο — Ποιητική σύνθεση (από το προβηγκιανό sonet, τραγουδάκι, με μετρική δομή που αντιστοιχεί πραγματικά σε μουσικό σχήμα). Αποτελείται από δεκατέσσερις εντεκασύλλαβους στίχους, που υποδιαιρούνται συνήθως σε δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα (υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γνευτός, Παύλος — (Σύμη 1862 – Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1956). Ποιητής. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά συμπλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εργαζόμενος παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • Ζωναράς, Ιωάννης — (12ος αι.). Βυζαντινός εκκλησιαστικός συγγραφέας και χρονογράφος. Στα χρόνια του Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081 1118) ανέλαβε ανώτερα αξιώματα στην αυλή και στη συνέχεια έγινε μοναχός και ασχολήθηκε με πολύμορφες μελέτες. Με τα σχόλιά του σε… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Κωστελένος, Δημήτριος — (Αθήνα 1932 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Παρακολούθησε μαθήματα στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε αρχικά ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεταφραστής, κριτικός και λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, δοκίμια κ.ά. Είναι …   Dictionary of Greek

  • Λέοπολντ, Γιαν Χέντρικ — (Jan Hendrik Leopold, Χερτογκενμπός 1865 – Ρότερνταμ 1925). Ολλανδός συγγραφέας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Λέιντεν και δίδαξε για πολλά χρόνια σε γυμνάσιο του Ρότερνταμ. Υπήρξε για πολύ καιρό ένας άσημος, έκτακτος συνεργάτης του φιλολογικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”